τελώνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελώνιο τα τελώνια
      γενική του τελώνιου των τελώνιων
    αιτιατική το τελώνιο τα τελώνια
     κλητική τελώνιο τελώνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελώνιο < μεσαιωνική ελληνική τελώνιο < τελώνης < αρχαία ελληνική τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ουσιαστικό

τελώνιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.