fin
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
fin
(en)
πτερύγιο
(
ψαριού
, δελφινιού
κ.λπ.
)
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
fin
<
λατινική
finis
Προφορά
ΔΦΑ
: /
fɛ̃
/
ⓘ
ομόηχα
:
faim
,
feint
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
fin
fins
fin
(fr)
θηλυκό
το
τέλος
, το
πέρας
, η
λήξη
≈
συνώνυμα
:
limite
,
terme
≠
αντώνυμα
:
commencement
,
début
ο
σκοπός
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
fin
fins
θηλυκό
fine
fines
fin
(fr)
ψιλός
,
λεπτός
,
λιανός
pluie
fine
- ψιλή βροχή, ψιλόβροχο
≈
συνώνυμα
:
mince
≠
αντώνυμα
:
épais
,
gros
(
για χαρακτήρα
)
λεπτός
,
εκλεπτυσμένος
(
οικείο
)
έξυπνος
Συγγενικά
finesse
Ολλανδικά
(nl)
Ουσιαστικό
fin
(nl)
(
εθνικό όνομα
)
Φινλανδός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.