κινώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κινῶ, συνηρημένος τύπος του κινέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱey-

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κινώ
ομόηχο: κοινό
τονικό παρώνυμο: κείνο

Ρήμα

κινώ/(κινάω), αόρ.: κίνησα, παθ.φωνή: κινούμαι, μτχ.π.ε.: κινούμενος, π.αόρ.: κινήθηκα

  1. (μεταβατικό) προκαλώ την αλλαγή της θέσης ενός σώματος
    χρησιμοποιεί το μοχλό για να κινήσει το σώμα
  2. (αμετάβατο) ξεκινώ (για να πάω κάπου)
    πρωί πρωί κινήσαμε για τη δουλειά
  3. (μεταβατικό) ξεκινώ
    πήγαινε σε ένα δικηγόρο να κινήσει τις διαδικασίες για την αναγνώριση της κληρονομιάς
    οι αρμόδιοι πρέπει να κινήσουν τον κατάλληλο μηχανισμό για την εκπόνηση της σχετικής μελέτης
  4. (μεταβατικό) προκαλώ
    βρες τι είναι αυτό που τους κινεί το ενδιαφέρον
  5. (μεταβατικό) (μεταφορικά) παρακινώ, ωθώ
    ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες που τον κινούν

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • κινώ γη και ουρανό: κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι
  • κινώ τα νήματα: κατευθύνω τις ενέργειες κάποιων, συνήθως παρασκηνιακά

Συγγενικά

Σύνθετα

και δείτε τα συγγενικά τους

+ κινώ:

και

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.