κινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κινῶ, συνηρημένος τύπος του κινέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱey-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νώ
- ομόηχο: κοινό
- τονικό παρώνυμο: κείνο
Ρήμα
κινώ/(κινάω), αόρ.: κίνησα, παθ.φωνή: κινούμαι, μτχ.π.ε.: κινούμενος, π.αόρ.: κινήθηκα
- (μεταβατικό) προκαλώ την αλλαγή της θέσης ενός σώματος
- (αμετάβατο) ξεκινώ (για να πάω κάπου)
- ↪ πρωί πρωί κινήσαμε για τη δουλειά
- (μεταβατικό) ξεκινώ
- (μεταβατικό) προκαλώ
- ↪ βρες τι είναι αυτό που τους κινεί το ενδιαφέρον
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) παρακινώ, ωθώ
- ↪ ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες που τον κινούν
- κινάω (προφορικό)
Εκφράσεις
- κινώ γη και ουρανό: κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι
- κινώ τα νήματα: κατευθύνω τις ενέργειες κάποιων, συνήθως παρασκηνιακά
Συγγενικά
- ακινησία
- κίνημα
- κινηματίας
- κίνηση & σύνθετα
- κινησιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κινησιο- στο Βικιλεξικό
- κινητήρας
- κινητήριος
- κινητικός
- κινητικότητα
- κινητός
- -κίνητος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κίνητος στο Βικιλεξικό
- κίνητρο
- κινούμενος
Σύνθετα
και δείτε τα συγγενικά τους
|
+ κινώ: |
και |
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινώ | κινούσα | θα κινώ | να κινώ | κινώντας | |
| β' ενικ. | κινείς | κινούσες | θα κινείς | να κινείς | ||
| γ' ενικ. | κινεί | κινούσε | θα κινεί | να κινεί | ||
| α' πληθ. | κινούμε | κινούσαμε | θα κινούμε | να κινούμε | ||
| β' πληθ. | κινείτε | κινούσατε | θα κινείτε | να κινείτε | κινείτε | |
| γ' πληθ. | κινούν(ε) | κινούσαν(ε) | θα κινούν(ε) | να κινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κίνησα | θα κινήσω | να κινήσω | κινήσει | ||
| β' ενικ. | κίνησες | θα κινήσεις | να κινήσεις | κίνησε | ||
| γ' ενικ. | κίνησε | θα κινήσει | να κινήσει | |||
| α' πληθ. | κινήσαμε | θα κινήσουμε | να κινήσουμε | |||
| β' πληθ. | κινήσατε | θα κινήσετε | να κινήσετε | κινήστε | ||
| γ' πληθ. | κίνησαν κινήσαν(ε) |
θα κινήσουν(ε) | να κινήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κινήσει | είχα κινήσει | θα έχω κινήσει | να έχω κινήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κινήσει | είχες κινήσει | θα έχεις κινήσει | να έχεις κινήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κινήσει | είχε κινήσει | θα έχει κινήσει | να έχει κινήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινήσει | είχαμε κινήσει | θα έχουμε κινήσει | να έχουμε κινήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κινήσει | είχατε κινήσει | θα έχετε κινήσει | να έχετε κινήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινήσει | είχαν κινήσει | θα έχουν κινήσει | να έχουν κινήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινούμαι | κινούμουν | θα κινούμαι | να κινούμαι | κινούμενος | |
| β' ενικ. | κινείσαι | κινούσουν | θα κινείσαι | να κινείσαι | ||
| γ' ενικ. | κινείται | κινούνταν | θα κινείται | να κινείται | ||
| α' πληθ. | κινούμαστε | κινούμασταν κινούμαστε |
θα κινούμαστε | να κινούμαστε | ||
| β' πληθ. | κινείστε | κινούσασταν κινούσαστε |
θα κινείστε | να κινείστε | κινείστε | |
| γ' πληθ. | κινούνται | κινούνταν | θα κινούνται | να κινούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κινήθηκα | θα κινηθώ | να κινηθώ | κινηθεί | ||
| β' ενικ. | κινήθηκες | θα κινηθείς | να κινηθείς | κινήσου | ||
| γ' ενικ. | κινήθηκε | θα κινηθεί | να κινηθεί | |||
| α' πληθ. | κινηθήκαμε | θα κινηθούμε | να κινηθούμε | |||
| β' πληθ. | κινηθήκατε | θα κινηθείτε | να κινηθείτε | κινηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κινήθηκαν κινηθήκαν(ε) |
θα κινηθούν(ε) | να κινηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κινηθεί | είχα κινηθεί | θα έχω κινηθεί | να έχω κινηθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις κινηθεί | είχες κινηθεί | θα έχεις κινηθεί | να έχεις κινηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κινηθεί | είχε κινηθεί | θα έχει κινηθεί | να έχει κινηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινηθεί | είχαμε κινηθεί | θα έχουμε κινηθεί | να έχουμε κινηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κινηθεί | είχατε κινηθεί | θα έχετε κινηθεί | να έχετε κινηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινηθεί | είχαν κινηθεί | θα έχουν κινηθεί | να έχουν κινηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.