συμπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπαθής | η | συμπαθής | το | συμπαθές |
| γενική | του | συμπαθούς* | της | συμπαθούς | του | συμπαθούς |
| αιτιατική | τον | συμπαθή | τη | συμπαθή | το | συμπαθές |
| κλητική | συμπαθή(ς) | συμπαθής | συμπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπαθείς | οι | συμπαθείς | τα | συμπαθή |
| γενική | των | συμπαθών | των | συμπαθών | των | συμπαθών |
| αιτιατική | τους | συμπαθείς | τις | συμπαθείς | τα | συμπαθή |
| κλητική | συμπαθείς | συμπαθείς | συμπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπαθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπαθής (που νιώθει ή προκαλεί συμπόνια) & λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sympathique < sympathie < αρχαία ελληνική συμπάθεια[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + -παθής
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.baˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐θής
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐θής
Επίθετο
συμπαθής, -ής, -ές, συγκριτικός : συμπαθέστερος, υπερθετικός : συμπαθέστατος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συμπαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | συμπαθής | τὸ | συμπαθές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συμπαθοῦς | τοῦ | συμπαθοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συμπαθεῖ | τῷ | συμπαθεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | συμπαθῆ | τὸ | συμπαθές | ||
| κλητική ὦ! | συμπαθές | συμπαθές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | συμπαθεῖς | τὰ | συμπαθῆ | ||
| γενική | τῶν | συμπαθῶν | τῶν | συμπαθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συμπαθέσῐ(ν) | τοῖς | συμπαθέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συμπαθεῖς | τὰ | συμπαθῆ | ||
| κλητική ὦ! | συμπαθεῖς | συμπαθῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπαθεῖ | τὼ | συμπαθεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμπαθοῖν | τοῖν | συμπαθοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συμπαθής, -ής, -ές, συγκριτικός :συμπαθέστερος, υπερθετικός : συμπαθέστατος
Παράγωγα
- ἀσυμπάθεια
- ἀσυμπαθής
- ἀσυμπάθητος
- συμπάθεια
- συμπαθέω / συμπαθῶ
- συμπαθητικός
- συμπάθησις
- συμπαθία (ιωνικός τύπος )
- συμπαθῶς (επίρρημα)
- ὑποσυμπαθέω
Πηγές
- συμπαθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπαθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.