-παθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -παθής | η | -παθής | το | -παθές |
| γενική | του | -παθούς* | της | -παθούς | του | -παθούς |
| αιτιατική | τον | -παθή | τη(ν) | -παθή | το | -παθές |
| κλητική | -παθή(ς) | -παθής | -παθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -παθείς | οι | -παθείς | τα | -παθή |
| γενική | των | -παθών | των | -παθών | των | -παθών |
| αιτιατική | τους | -παθείς | τις | -παθείς | τα | -παθή |
| κλητική | -παθείς | -παθείς | -παθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -παθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -παθής < πάθ(ος) + -ής & διαγλωσσικοί όροι -path < αρχαία ελληνική -παθής[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πα‐θής
Επίθημα
-παθής, -ής, -ές
- επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε πεόσωπο το οποίο
- πάσχει ή έχει υποστεί κάτι από το αναφερόμενο
- διακατέχεται έντονα από κάποια ιδιότητα
- προκαλεί συναισθήματα
- -πάθεια
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -παθής στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-παθής" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -παθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.