sympathetic

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

sympathetic < sympath(y) + -etic

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌsɪmpəˈθɛtɪk/

Επίθετο

sympathetic (en)

  1. που δείχνει συμπάθεια, που συμπάσχει με κάποιον άλλο, συμπονετικός, σπλαχνικός
  2. που δείχνει συμπάθεια, εύνοια
  3. συμπαθής, συμπαθητικός
  4. ευνοϊκά διακείμενος, φιλικά διακείμενος
  5. (ανατομία) συμπαθητικός
    sympathetic nervous system - συμπαθητικό νευρικό σύστημα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Ψευδόφιλες λέξεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.