ευπροσήγορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπροσήγορος η ευπροσήγορη το ευπροσήγορο
      γενική του ευπροσήγορου της ευπροσήγορης του ευπροσήγορου
    αιτιατική τον ευπροσήγορο την ευπροσήγορη το ευπροσήγορο
     κλητική ευπροσήγορε ευπροσήγορη ευπροσήγορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπροσήγοροι οι ευπροσήγορες τα ευπροσήγορα
      γενική των ευπροσήγορων των ευπροσήγορων των ευπροσήγορων
    αιτιατική τους ευπροσήγορους τις ευπροσήγορες τα ευπροσήγορα
     κλητική ευπροσήγοροι ευπροσήγορες ευπροσήγορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευπροσήγορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπροσήγορος. Μορφολογικά αναλύεται σε ευ- αρχαία ελληνική εὖ + προσήγορος (που απευθύνεται σε κάποιον· συζητήσιμος) (< προσ- + -ήγορος < ἀγορά). [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.pɾoˈsi.ɣo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευπροσήγορος

Επίθετο

ευπροσήγορος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προσηγορία, ευ, προς και αγορά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ευπροσήγορος, προσηγορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.