συμπαθεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπαθεκτομή | οι | συμπαθεκτομές |
| γενική | της | συμπαθεκτομής | των | συμπαθεκτομών |
| αιτιατική | τη | συμπαθεκτομή | τις | συμπαθεκτομές |
| κλητική | συμπαθεκτομή | συμπαθεκτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπαθεκτομή < συμπαθ(ητικος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
συμπαθεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική διατομή και διακοπή της συμπαθητικής κεντρικής αλυσίδας (μέθοδος για αντιμετώπιση υπεριδρωσίας)
Μεταφράσεις
συμπαθεκτομή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.