παρασυμπαθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασυμπαθητικός η παρασυμπαθητική το παρασυμπαθητικό
      γενική του παρασυμπαθητικού της παρασυμπαθητικής του παρασυμπαθητικού
    αιτιατική τον παρασυμπαθητικό την παρασυμπαθητική το παρασυμπαθητικό
     κλητική παρασυμπαθητικέ παρασυμπαθητική παρασυμπαθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασυμπαθητικοί οι παρασυμπαθητικές τα παρασυμπαθητικά
      γενική των παρασυμπαθητικών των παρασυμπαθητικών των παρασυμπαθητικών
    αιτιατική τους παρασυμπαθητικούς τις παρασυμπαθητικές τα παρασυμπαθητικά
     κλητική παρασυμπαθητικοί παρασυμπαθητικές παρασυμπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρασυμπαθητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasympathetic < παρά + συμπαθητικός

Επίθετο

παρασυμπαθητικός

  • σχετικός με το παρασυμπαθητικό σύστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.