αξιοσυμπάθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιοσυμπάθητος | η | αξιοσυμπάθητη | το | αξιοσυμπάθητο |
| γενική | του | αξιοσυμπάθητου | της | αξιοσυμπάθητης | του | αξιοσυμπάθητου |
| αιτιατική | τον | αξιοσυμπάθητο | την | αξιοσυμπάθητη | το | αξιοσυμπάθητο |
| κλητική | αξιοσυμπάθητε | αξιοσυμπάθητη | αξιοσυμπάθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιοσυμπάθητοι | οι | αξιοσυμπάθητες | τα | αξιοσυμπάθητα |
| γενική | των | αξιοσυμπάθητων | των | αξιοσυμπάθητων | των | αξιοσυμπάθητων |
| αιτιατική | τους | αξιοσυμπάθητους | τις | αξιοσυμπάθητες | τα | αξιοσυμπάθητα |
| κλητική | αξιοσυμπάθητοι | αξιοσυμπάθητες | αξιοσυμπάθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.