πάθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάθος | τα | πάθη |
| γενική | του | πάθους | των | παθών |
| αιτιατική | το | πάθος | τα | πάθη |
| κλητική | πάθος | πάθη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάθος [1]
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ↪ ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- ↪ πάθος για τη ζωγραφική
- ↪ ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- ↪ η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- (με κεφαλαίο) τα Πάθη του Χριστού
- εκφράσεις: των παθών μου τον τάραχο
- (γραμματική) μεταβολή ενός φθόγγου
- ↪ Η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική.
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική
Συγγενικά
- πάσχω
- πάθημα
- πάθηση
- παθητικός
- παθιάζομαι
- παθιάρης
- παθιάρικος
- παθιασμένος
- → δείτε και τη λέξη πάσχω
Αναφορές
- πάθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πάθος
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → δείτε και τη λέξη πάσχω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πάθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.