πάθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάθος τα πάθη
      γενική του πάθους των παθών
    αιτιατική το πάθος τα πάθη
     κλητική πάθος πάθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάθος [1]

Ουσιαστικό

πάθος ουδέτερο

  1. πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
    ερωτικό πάθος
  2. μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
    πάθος για τη ζωγραφική
    ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
  3. το αντικείμενο του πάθους
    η μουσική είναι το πάθος της
  4. πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
    (με κεφαλαίο) τα Πάθη του Χριστού
    εκφράσεις: των παθών μου τον τάραχο
  5. (γραμματική) μεταβολή ενός φθόγγου
    Η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική.
  6. (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πάθος, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < (πάσχω) θέμα παθ- (όπως στον αόριστα β΄ ἔπαθον + -ος [1]

Ουσιαστικό

πάθος

  1. οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
  2. ατύχημα
  3. αρρώστια
  4. διάθεση, κατάσταση
  5. (φιλοσοφία) οι ιδιότητες των πραγμάτων
  6. (γραμματική) η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  •  δείτε και τη λέξη πάσχω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.