συμπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπάθεια οι συμπάθειες
      γενική της συμπάθειας των συμπαθειών
    αιτιατική τη συμπάθεια τις συμπάθειες
     κλητική συμπάθεια συμπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπάθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπάθεια < συμπαθής < σύν + παθ- (πάσχω). Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + -πάθεια

Προφορά

ΔΦΑ : /simˈba.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπάθεια

Ουσιαστικό

συμπάθεια θηλυκό

  1. θετική, συναισθηματικά, στάση απέναντι σε κάτι ή κάποιον
    τρέφει μεγάλη συμπάθεια για τη Μαρία
  2. ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι
    έχει ιδιαίτερη συμπάθεια στα ψηλά καπέλα
  3. το αντικείμενο της συμπάθειας
    ο μεγάλος μου ανιψιός είναι η συμπάθειά μου
  4. (ψυχολογία) συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ ατόμων που οδηγεί στη δημιουργία αντίστοιχων συναισθημάτων
  5. (ιατρική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα όργανο του σώματος αποκτά τα ίδια συμπτώματα με άλλο
  6. (φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα υλικό αποκτά μερικές ή παρεμφερείς ή όλες τις ιδιότητες άλλου

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συμπαθής, συν, πάθος και πάσχω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.