συμπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπάθεια | οι | συμπάθειες |
| γενική | της | συμπάθειας | των | συμπαθειών |
| αιτιατική | τη | συμπάθεια | τις | συμπάθειες |
| κλητική | συμπάθεια | συμπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπάθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπάθεια < συμπαθής < σύν + παθ- (πάσχω). Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + -πάθεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /simˈba.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπά‐θει‐α
Ουσιαστικό
συμπάθεια θηλυκό
- θετική, συναισθηματικά, στάση απέναντι σε κάτι ή κάποιον
- ↪ τρέφει μεγάλη συμπάθεια για τη Μαρία
- ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι
- ↪ έχει ιδιαίτερη συμπάθεια στα ψηλά καπέλα
- το αντικείμενο της συμπάθειας
- ↪ ο μεγάλος μου ανιψιός είναι η συμπάθειά μου
- (ψυχολογία) συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ ατόμων που οδηγεί στη δημιουργία αντίστοιχων συναισθημάτων
- (ιατρική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα όργανο του σώματος αποκτά τα ίδια συμπτώματα με άλλο
- (φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα υλικό αποκτά μερικές ή παρεμφερείς ή όλες τις ιδιότητες άλλου
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.