άριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άριστος | η | άριστη & αρίστη |
το | άριστο |
| γενική | του | άριστου & αρίστου |
της | άριστης & αρίστης |
του | άριστου & αρίστου |
| αιτιατική | τον | άριστο | την | άριστη & αρίστη |
το | άριστο |
| κλητική | άριστε | άριστη & αρίστη |
άριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άριστοι | οι | άριστες | τα | άριστα |
| γενική | των | άριστων & αρίστων |
των | άριστων & αρίστων |
των | άριστων & αρίστων |
| αιτιατική | τους | άριστους & αρίστους |
τις | άριστες | τα | άριστα |
| κλητική | άριστοι | άριστες | άριστα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄριστος υπερθετικός βαθμός του ἀγαθός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ρι‐στος
Μεταφράσεις
άριστος
|
Αναφορές
- άριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.