αξιαγάπητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιαγάπητος | η | αξιαγάπητη | το | αξιαγάπητο |
| γενική | του | αξιαγάπητου | της | αξιαγάπητης | του | αξιαγάπητου |
| αιτιατική | τον | αξιαγάπητο | την | αξιαγάπητη | το | αξιαγάπητο |
| κλητική | αξιαγάπητε | αξιαγάπητη | αξιαγάπητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιαγάπητοι | οι | αξιαγάπητες | τα | αξιαγάπητα |
| γενική | των | αξιαγάπητων | των | αξιαγάπητων | των | αξιαγάπητων |
| αιτιατική | τους | αξιαγάπητους | τις | αξιαγάπητες | τα | αξιαγάπητα |
| κλητική | αξιαγάπητοι | αξιαγάπητες | αξιαγάπητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιαγάπητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀξιαγάπητος. Συγχρονικά αναλύεται σε αξι- (άξιος) + αγαπητός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αξιαγάπητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.