συμπάθιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπάθιο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /simˈba.θço/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπά‐θιο
Ουσιαστικό
συμπάθιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- συγγνώμη, σχώρα με: χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση: με το συμπάθιο
Μεταφράσεις
συμπάθιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.