πονόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πονόψυχος η πονόψυχη το πονόψυχο
      γενική του πονόψυχου της πονόψυχης του πονόψυχου
    αιτιατική τον πονόψυχο την πονόψυχη το πονόψυχο
     κλητική πονόψυχε πονόψυχη πονόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πονόψυχοι οι πονόψυχες τα πονόψυχα
      γενική των πονόψυχων των πονόψυχων των πονόψυχων
    αιτιατική τους πονόψυχους τις πονόψυχες τα πονόψυχα
     κλητική πονόψυχοι πονόψυχες πονόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πονόψυχος < ελληνιστική κοινή πονοψυχία[1] + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πόνος + ψυχή

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈno.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πονόψυχος

Επίθετο

πονόψυχος, -η, -ο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. πονοψυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.