συμπαθών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπαθών η συμπαθούσα το συμπαθούν
      γενική του συμπαθούντος της συμπαθούσας
& συμπαθούσης*
του συμπαθούντος
    αιτιατική τον συμπαθούντα τη συμπαθούσα το συμπαθούν
     κλητική συμπαθών συμπαθούσα συμπαθούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπαθούντες οι συμπαθούσες τα συμπαθούντα
      γενική των συμπαθούντων των συμπαθουσών των συμπαθούντων
    αιτιατική τους συμπαθούντες τις συμπαθούσες τα συμπαθούντα
     κλητική συμπαθούντες συμπαθούσες συμπαθούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπαθών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπαθῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαθῶ, συνηρημένου τύπου του συμπαθέω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sympatisant)

Μετοχή

συμπαθών, -ούσα, -ούν

Αντώνυμα

  • αντιπαθών

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συμπαθών

  1. γενική πληθυντικού του συμπαθής, αρσενικό ή θηλυκό
  2. γενική πληθυντικού του συμπαθές, ουδέτερο του συμπαθής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.