σπέρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπέρμα | τα | σπέρματα |
| γενική | του | σπέρματος | των | σπερμάτων |
| αιτιατική | το | σπέρμα | τα | σπέρματα |
| κλητική | σπέρμα | σπέρματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπέρμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπέρμα < σπείρω
Ουσιαστικό
σπέρμα ουδέτερο
- ο σπόρος
- ↪ το σπέρμα αποτελείται από τέσσερα τα κύρια μέρη: περισπέρμιο, μικροπύλη, κοτυληδόνα και φυτικό έμβρυο
- (βιολογία) το υγρό που εκκρίνεται από τους αδένες του ανδρικού γεννητικού συστήματος και στο οποίο τα σπερματοζωάρια που περιέχονται επιβιώνουν όταν βρεθούν έξω από το σώμα
- (μεταφορικά) η αρχική μορφή ενός πράγματος, που έχει δημιουργηθεί ή συλληφθεί αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί
- (μεταφορικά) η αιτία, η προέλευση , η πηγή.
- ↪ το σπέρμα του κακού
- (συνεκδοχικά) ο απόγονος, το παιδί, το τέκνο
- ↪ Τέτοιο κακό, από το ίδιο του το σπέρμα!
Εκφράσεις
- δότης σπέρματος: σπερματοδότης, ο άνδρας που παρέχει το σπέρμα του για ιατρικούς σκοπούς και, συγκεκριμένα, για τεχνητή γονιμοποίηση
- τράπεζα σπέρματος: ο οργανισμός που συλλέγει και διατηρεί το ανθρώπινο σπέρμα σε κατάλληλες συνθήκες, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην τεχνητή γονιμοποίηση
- εν σπέρματι: το πρωταρχικό στάδιο εξέλιξης και επεξεργασίας μιας θεωρίας ή ενός σχεδίου
Συγγενικά
- σπερματικός
- σπερμάτιο
- σπερμικός
- σπερματισμός
- σπερματίνη
Σύνθετα
- σπερματαγωγός
- σπερματέγχυση
- σπερματοβλάστη
- σπερματογένεση
- σπερματογονία
- σπερματοδότης
- σπερματοζωάριο
- σπερματοθήκη
- σπερματοκήλη
- σπερματοκτόνος
- σπερματοκύτταρο
- σπερματόλιθος
- σπερματολογία
- σπερματολογικός
- σπερματόρροια
- σπερματόσωμο
- σπερματοτοξικός
- σπερματοτοξίνη
- σπερματούχος
- σπερματοφάγος
- σπερματοφόρος
- σπερματόφυτο
Μεταφράσεις
σπέρμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σπέρμᾰ | τὰ | σπέρμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | σπέρμᾰτος | τῶν | σπερμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | σπέρμᾰτῐ | τοῖς | σπέρμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σπέρμᾰ | τὰ | σπέρμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | σπέρμᾰ | σπέρμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπέρμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπερμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπέρμα ουδέτερο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σπέρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπέρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.