αρσενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρσενικός η αρσενική
& αρσενικιά
το αρσενικό
      γενική του αρσενικού της αρσενικής
& αρσενικιάς
του αρσενικού
    αιτιατική τον αρσενικό την αρσενική
& αρσενικιά
το αρσενικό
     κλητική αρσενικέ αρσενική
& αρσενικιά
αρσενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρσενικοί οι αρσενικές τα αρσενικά
      γενική των αρσενικών των αρσενικών των αρσενικών
    αιτιατική τους αρσενικούς τις αρσενικές τα αρσενικά
     κλητική αρσενικοί αρσενικές αρσενικά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρσενικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρσενικός < ἄρρην / ἄρσην

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.se.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρσενικός

Επίθετο

αρσενικός, -ή/-ιά, -ό

  1. που ανήκει στο φύλο που γονιμοποιεί
  2. (γραμματική)  δείτε τη λέξη αρσενικό εννοείται γένος
  3. ο σχετικός με εργαλείο ή εξάρτημα που εισολκεί σε έτερο
    αρσενικός σύνδεσμος μάνικας

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

θέμα σερνικ-

θέμα αρρεν-

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.