αφετηρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφετηρία | οι | αφετηρίες |
| γενική | της | αφετηρίας | των | αφετηριών |
| αιτιατική | την | αφετηρία | τις | αφετηρίες |
| κλητική | αφετηρία | αφετηρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
αφετηρία αγώνα δρόμου σε στάδιο
Ετυμολογία
- αφετηρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφετηρία (γραμμή) < ἀφετήριος < ἀφετήρ < ἀφίημι < ἀπό + ἵημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ye-.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fe.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φε‐τη‐ρί‐α
Ουσιαστικό
αφετηρία θηλυκό
- το σημείο από το οποίο ξεκινάει κάποιος
- (ειδικότερα) το σημείο, η στάση από την οποία ξεκινάει τη διαδρομή του ένα μέσο μαζικής συγκοινωνίας, που μπορεί να διαφέρει από το κοντινό σημείο ή στάση που χρησιμοποιείται σαν τέρμα
- (αθλητισμός) η διακριτή γραμμή από την οποία ξεκινάνε διαγωνιζόμενοι σε αγώνα ταχύτητας
- (μεταφορικά) η κατάσταση που αποτελεί αρχή για κάτι καινούριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.