mag
Ολλανδικά (nl)
Ρηματικός τύπος
mag
(nl)
1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
mogen
2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
mogen
3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
mogen
2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος
mogen
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.