σποριόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σποριόφυλλο τα σποριόφυλλα
      γενική του σποριόφυλλου
& σποριοφύλλου
των σποριόφυλλων
& σποριοφύλλων
    αιτιατική το σποριόφυλλο τα σποριόφυλλα
     κλητική σποριόφυλλο σποριόφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σποριόφυλλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σποριόφυλλο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.