σποράδην

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σποράδην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σποράδην < σπορ(ά) + -άδην

Προφορά

ΔΦΑ : /spoˈɾa.ðin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σποράδην

Επίρρημα

σποράδην

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σπορά και σπέρνω

Μεταφράσεις




Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σποράδην < σπορ(ά) + -άδην.  δείτε τη λέξη σπείρω

Επίρρημα

σποράδην

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σπορά και σπείρω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.