seed

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

seed (en)

  1. σπόρος
  2. παγκόσμια κατάταξη αθλητών κορυφαίων επιδόσεων
  3. η αρχική θέση ενός αγωνιζόμενου ή μιας ομάδας σε ένα αγώνισμα
  4. αθλητής με υψηλή βαθμολογία
  5. διαφημιστικό μήνυμα σε ιστότοπους

Επίθετο

seed (en)

  1. ο αποθηκευμένος για μελλοντική χρήση
  2. ο αρχικός

Ρήμα

seed (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.