σπορέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπορέας | οι | σπορείς |
| γενική | του | σπορέα & σπορέως |
των | σπορέων |
| αιτιατική | τον | σπορέα | τους | σπορείς |
| κλητική | σπορέα | σπορείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπορεύς < σπείρω
- τεχνολογικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική semoir [1]
_-_My_Dream.jpg.webp)
Σπορέας, Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890)
Ουσιαστικό
σπορέας αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπόρος
Μεταφράσεις
σπορέας
|
|
Αναφορές
- σπορέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.