τέκνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέκνο τα τέκνα
      γενική του τέκνου των τέκνων
    αιτιατική το τέκνο τα τέκνα
     κλητική τέκνο τέκνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. τέκνο < αρχαία ελληνική τέκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
  2. τέκνο < αγγλική techno < technology < αρχαία ελληνική τεχνολογία (αντιδάνειο) < τέχνη + -λογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtek.no/

Ουσιαστικό

τέκνο ουδέτερο

(λόγιο)
  1. παιδί
  2. (μεταφορικά) δημιούργημα
  3. δήλωση ότι κάποιος κατάγεται από κάποιον τόπο
    Η Σίφνος τιμά το τέκνο της, Νικόλαο Τσελεμεντέ. (*)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα σφάλματα των προγόνων ή των προηγουμένων βασανίζουν τους επιγόνους ή τους επόμενους
  • κι εσύ, τέκνον Βρούτε; για προδοτική συμπεριφορά φίλου ή συνεργάτη

Ουσιαστικό

τέκνο ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής
    Από το 1989 όπου έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοσχέδια πάρτι με μουσική τέκνο, τρανς, χάουζ κύλησε πολύς ιδρώτας στα νεανικά σώματα, που χορεύουν σαν τρελά μέσα σε «φλασιές» των φώτων, ασταμάτητα μπιτ και γουργουριστούς ρυθμούς της μουσικής. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.