σποραδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σποραδικός | η | σποραδική | το | σποραδικό |
| γενική | του | σποραδικού | της | σποραδικής | του | σποραδικού |
| αιτιατική | τον | σποραδικό | τη | σποραδική | το | σποραδικό |
| κλητική | σποραδικέ | σποραδική | σποραδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σποραδικοί | οι | σποραδικές | τα | σποραδικά |
| γενική | των | σποραδικών | των | σποραδικών | των | σποραδικών |
| αιτιατική | τους | σποραδικούς | τις | σποραδικές | τα | σποραδικά |
| κλητική | σποραδικοί | σποραδικές | σποραδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σποραδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σποραδικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /spo.ɾa.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπο‐ρα‐δι‐κός
Επίθετο
σποραδικός, -ή, -ό
- που γίνεται αραιά, κατά διαστήματα
- που είναι διασκοπρισμένος αραιά στην έκταση
Παράγωγα
- σποραδικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις
σποραδικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σποραδικός | ἡ | σποραδική | τὸ | σποραδικόν |
| γενική | τοῦ | σποραδικοῦ | τῆς | σποραδικῆς | τοῦ | σποραδικοῦ |
| δοτική | τῷ | σποραδικῷ | τῇ | σποραδικῇ | τῷ | σποραδικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σποραδικόν | τὴν | σποραδικήν | τὸ | σποραδικόν |
| κλητική ὦ! | σποραδικέ | σποραδική | σποραδικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σποραδικοί | αἱ | σποραδικαί | τὰ | σποραδικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σποραδικῶν | τῶν | σποραδικῶν | τῶν | σποραδικῶν |
| δοτική | τοῖς | σποραδικοῖς | ταῖς | σποραδικαῖς | τοῖς | σποραδικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σποραδικούς | τὰς | σποραδικᾱ́ς | τὰ | σποραδικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σποραδικοί | σποραδικαί | σποραδικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σποραδικώ | τὼ | σποραδικᾱ́ | τὼ | σποραδικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σποραδικοῖν | τοῖν | σποραδικαῖν | τοῖν | σποραδικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σποραδικός < θέμα σπορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ρήμα σπείρω < *σπέρ‑jω (σπέρνω) + -αδικός (< -αδ- + ικός)[1]
Επίθετο
σπορᾰδικός, -ή, -όν
- διασκορπισμένος, διάσπαρτος, που δεν ζει σε κοινότητες (ιδίως για τα ζώα)
- ※ τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν Αριστοτέλης, Πολιτεία (Arist. Pol. 1256a23)
Συνώνυμα
- σποράς (αρσενικό ή θηλυκό)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σποραδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σποραδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.