σπόρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπόρι | τα | σπόρια |
| γενική | του | σποριού | των | σποριών |
| αιτιατική | το | σπόρι | τα | σπόρια |
| κλητική | σπόρι | σπόρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπόρι < σπόρ(ος) + -ι. Διαφορετικό το ελληνιστικό σπόριον.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπό‐ρι
- παρώνυμο: στόρι
Ουσιαστικό
σπόρι ουδέτερο
- σπόρος συνήθως εδώδιμων καρπών, λαχανικών ή φρούτων)
- (συνήθως στον πληθυντικό: σπόρια) αποξηραμένος σπόρος ηλίανθου ή κολοκυθιάς, που τρώγονται για να περνά η ώρα
- ≈ συνώνυμα: πασατέμπος, σποράκια, ηλιόσπορος, λιόσπορος
- (μεταφορικά, μειωτικό) [2] νεαρό αγόρι, ή μικρόσωμος άντρας
- ≈ συνώνυμα: σπόρος, πιτσιρίκι / κοντοστούπης
Παράγωγα
- σποράκι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπόρος
Μεταφράσεις
|
|
Αναφορές
- σπόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπόρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.