ξεσποριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεσποριάζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσποριάζω | ξεσπόριαζα | θα ξεσποριάζω | να ξεσποριάζω | ξεσποριάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεσποριάζεις | ξεσπόριαζες | θα ξεσποριάζεις | να ξεσποριάζεις | ξεσπόριαζε | |
| γ' ενικ. | ξεσποριάζει | ξεσπόριαζε | θα ξεσποριάζει | να ξεσποριάζει | ||
| α' πληθ. | ξεσποριάζουμε | ξεσποριάζαμε | θα ξεσποριάζουμε | να ξεσποριάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεσποριάζετε | ξεσποριάζατε | θα ξεσποριάζετε | να ξεσποριάζετε | ξεσποριάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεσποριάζουν(ε) | ξεσπόριαζαν ξεσποριάζαν(ε) |
θα ξεσποριάζουν(ε) | να ξεσποριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσπόριασα | θα ξεσποριάσω | να ξεσποριάσω | ξεσποριάσει | ||
| β' ενικ. | ξεσπόριασες | θα ξεσποριάσεις | να ξεσποριάσεις | ξεσπόριασε | ||
| γ' ενικ. | ξεσπόριασε | θα ξεσποριάσει | να ξεσποριάσει | |||
| α' πληθ. | ξεσποριάσαμε | θα ξεσποριάσουμε | να ξεσποριάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεσποριάσατε | θα ξεσποριάσετε | να ξεσποριάσετε | ξεσποριάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεσπόριασαν ξεσποριάσαν(ε) |
θα ξεσποριάσουν(ε) | να ξεσποριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεσποριάσει | είχα ξεσποριάσει | θα έχω ξεσποριάσει | να έχω ξεσποριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεσποριάσει | είχες ξεσποριάσει | θα έχεις ξεσποριάσει | να έχεις ξεσποριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσποριάσει | είχε ξεσποριάσει | θα έχει ξεσποριάσει | να έχει ξεσποριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσποριάσει | είχαμε ξεσποριάσει | θα έχουμε ξεσποριάσει | να έχουμε ξεσποριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσποριάσει | είχατε ξεσποριάσει | θα έχετε ξεσποριάσει | να έχετε ξεσποριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσποριάσει | είχαν ξεσποριάσει | θα έχουν ξεσποριάσει | να έχουν ξεσποριάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεσποριάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.