σποριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σποριά | οι | σποριές |
| γενική | της | σποριάς | των | σποριών |
| αιτιατική | τη | σποριά | τις | σποριές |
| κλητική | σποριά | σποριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σποριά θηλυκό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) παραδοσιακό μέτρο επιφάνειας, υπολογιζόμενη[1] περίπου σε 2-4 στρέμματα
- → δείτε τη λέξη ζευγαριά
Αναφορές
- Βλ. στα Ειδικά θέματα Γεωδαισίας -Εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας (εκπαιδευτικό υλικό των καθ. του ΕΜΠ Ευαγγελίας Λάμπρου και Γεωργίου Πανταζή), σ. 17, διαθέσιμο στον ιστότοπο https://web.archive.org/web/20200128170329/https://ocw.aoc.ntua.gr/ (Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης του ΕΜΠ)· πρόσβαση: 2020-01-28.
Μεταφράσεις
σποριά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.