σποριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποριά οι σποριές
      γενική της σποριάς των σποριών
    αιτιατική τη σποριά τις σποριές
     κλητική σποριά σποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σποριά < σπορ(ά) + -ιά

Ουσιαστικό

σποριά θηλυκό

Αναφορές

  1. Βλ. στα Ειδικά θέματα Γεωδαισίας -Εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας (εκπαιδευτικό υλικό των καθ. του ΕΜΠ Ευαγγελίας Λάμπρου και Γεωργίου Πανταζή), σ. 17, διαθέσιμο στον ιστότοπο https://web.archive.org/web/20200128170329/https://ocw.aoc.ntua.gr/ (Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης του ΕΜΠ)· πρόσβαση: 2020-01-28.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.