ξεσπόριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσπόριασμα τα ξεσποριάσματα
      γενική του ξεσποριάσματος των ξεσποριασμάτων
    αιτιατική το ξεσπόριασμα τα ξεσποριάσματα
     κλητική ξεσπόριασμα ξεσποριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσπόριασμα < ξε- + σπόριασμα

Ουσιαστικό

ξεσπόριασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση των σπόρων από έναν καρπό
  2. η εμφάνιση σπόρων
     συνώνυμα: σπόριασμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.