ξεσπόριασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσπόριασμα | τα | ξεσποριάσματα |
| γενική | του | ξεσποριάσματος | των | ξεσποριασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσπόριασμα | τα | ξεσποριάσματα |
| κλητική | ξεσπόριασμα | ξεσποριάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξεσπόριασμα ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.