σποριάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σποριάρικος η σποριάρικη το σποριάρικο
      γενική του σποριάρικου της σποριάρικης του σποριάρικου
    αιτιατική τον σποριάρικο τη σποριάρικη το σποριάρικο
     κλητική σποριάρικε σποριάρικη σποριάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σποριάρικοι οι σποριάρικες τα σποριάρικα
      γενική των σποριάρικων των σποριάρικων των σποριάρικων
    αιτιατική τους σποριάρικους τις σποριάρικες τα σποριάρικα
     κλητική σποριάρικοι σποριάρικες σποριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σποριάρικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σποριάρικος

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.