τυφλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυφλός | η | τυφλή | το | τυφλό |
| γενική | του | τυφλού | της | τυφλής | του | τυφλού |
| αιτιατική | τον | τυφλό | την | τυφλή | το | τυφλό |
| κλητική | τυφλέ | τυφλή | τυφλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυφλοί | οι | τυφλές | τα | τυφλά |
| γενική | των | τυφλών | των | τυφλών | των | τυφλών |
| αιτιατική | τους | τυφλούς | τις | τυφλές | τα | τυφλά |
| κλητική | τυφλοί | τυφλές | τυφλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυφλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τυφλός
Επίθετο
τυφλός, -ή, -ό
- που δεν μπορεί να δει, επειδή τα αισθητήρια όργανα της όρασης έχουν υποστεί βλάβη
- που δεν απαιτεί να βλέπει κανείς για να το κάνει σωστά
- ↪ τυφλό σύστημα γραφομηχανής
- (μεταφορικά) που δεν είναι σε θέση να κρίνει σωστά επειδή εμφορείται από έντονα συναισθήματα
- ↪ τυφλός από θυμό
- που τυφλώνει, στερεί την κρίση
- ↪ τυφλό μίσος
- που δεν έχει άνοιγμα
- ↪ τυφλός τοίχος (χωρίς παράθυρα)
- που έχει πύλη εισόδου αλλά όχι εξόδου
Εκφράσεις
- στα τυφλά: χωρίς κάποιος να βλέπει, μέσα στο σκοτάδι
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τυφλ-
τυφλ-
- αποτυφλώνω
- εθελοτυφλία
- εθελότυφλος
- εθελοτυφλώ
- εκτυφλωτικός
- θεότυφλος
- τύφλα
- τυφλά
- τυφλοβδομάδα
- τυφλόμυγα
- τυφλοπόντικας
- τυφλοσούρτης, τυφλοσύρτης
- τυφλότητα
- τυφλώνω
- τύφλωση
- Λέξεις που περιέχουν *τυφλ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
τυφλός
Πηγές
- τυφλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυφλός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τυφλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τυφλός
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τυφλ-
τυφλ-
- (Χρειάζεται και περισσότερες δημώδεις λέξεις)
- τυφλίας (είδος φιδιού)
- τυφλίζω
- τυφλίτης (είδος φιδιού)
- τυφλοκάρδιος
- τυφλοκομεῖον
- τυφλοπαθής
- τυφλοπανιάζω
- τυφλοπλαστῶ -έω
- τυφλοποιῶ -έω
- τυφλοποιός
- τυφλόστομα
- τυφλῶ -έω
- τυφλώνω
- τυφλωσία
- τύφλωσις
- τυφλωτικός
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τυφλός | ἡ | τυφλή | τὸ | τυφλόν |
| γενική | τοῦ | τυφλοῦ | τῆς | τυφλῆς | τοῦ | τυφλοῦ |
| δοτική | τῷ | τυφλῷ | τῇ | τυφλῇ | τῷ | τυφλῷ |
| αιτιατική | τὸν | τυφλόν | τὴν | τυφλήν | τὸ | τυφλόν |
| κλητική ὦ! | τυφλέ | τυφλή | τυφλόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τυφλοί | αἱ | τυφλαί | τὰ | τυφλᾰ́ |
| γενική | τῶν | τυφλῶν | τῶν | τυφλῶν | τῶν | τυφλῶν |
| δοτική | τοῖς | τυφλοῖς | ταῖς | τυφλαῖς | τοῖς | τυφλοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | τυφλούς | τὰς | τυφλᾱ́ς | τὰ | τυφλᾰ́ |
| κλητική ὦ! | τυφλοί | τυφλαί | τυφλᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυφλώ | τὼ | τυφλᾱ́ | τὼ | τυφλώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | τυφλοῖν | τοῖν | τυφλαῖν | τοῖν | τυφλοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυφλός < τυφ- < τύφω (σχηματίζω καπνό, καπνίζω) + -λός
Επίθετο
τυφλός, -ή, -όν, συγκριτικός : τυφλώτερος, υπερθετικός : τυφλώτατος
- τυφλός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 371
- Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ
τυφλός στ᾽ αυτιά, στο νου, στα μάτια σου είσαι (Μετάφραση, 1936: Φώτος Πολίτης) - (3 μεταφράσεις @greek-language.gr ανεύρεση:2018.09.07.)
- Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 371
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις τυφλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- τυφλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυφλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.