τυφλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυφλός η τυφλή το τυφλό
      γενική του τυφλού της τυφλής του τυφλού
    αιτιατική τον τυφλό την τυφλή το τυφλό
     κλητική τυφλέ τυφλή τυφλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυφλοί οι τυφλές τα τυφλά
      γενική των τυφλών των τυφλών των τυφλών
    αιτιατική τους τυφλούς τις τυφλές τα τυφλά
     κλητική τυφλοί τυφλές τυφλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυφλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τυφλός

Επίθετο

τυφλός, -ή, -ό

  1. που δεν μπορεί να δει, επειδή τα αισθητήρια όργανα της όρασης έχουν υποστεί βλάβη
     συνώνυμα: στραβός, αόμματος
  2. που δεν απαιτεί να βλέπει κανείς για να το κάνει σωστά
    τυφλό σύστημα γραφομηχανής
  3. (μεταφορικά) που δεν είναι σε θέση να κρίνει σωστά επειδή εμφορείται από έντονα συναισθήματα
    τυφλός από θυμό
  4. που τυφλώνει, στερεί την κρίση
    τυφλό μίσος
  5. που δεν έχει άνοιγμα
    τυφλός τοίχος (χωρίς παράθυρα)
  6. που έχει πύλη εισόδου αλλά όχι εξόδου
    τυφλό τραύμα
     αντώνυμα: διαμπερής

Εκφράσεις

  • στα τυφλά: χωρίς κάποιος να βλέπει, μέσα στο σκοτάδι
  • στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τυφλ- 

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τυφλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τυφλός

Επίθετο

τυφλός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τυφλ- 
  • (Χρειάζεται και περισσότερες δημώδεις λέξεις)
  • τυφλίας (είδος φιδιού)
  • τυφλίζω
  • τυφλίτης (είδος φιδιού)
  • τυφλοκάρδιος
  • τυφλοκομεῖον
  • τυφλοπαθής
  • τυφλοπανιάζω
  • τυφλοπλαστῶ -έω
  • τυφλοποιῶ -έω
  • τυφλοποιός
  • τυφλόστομα
  • τυφλῶ -έω
  • τυφλώνω
  • τυφλωσία
  • τύφλωσις
  • τυφλωτικός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τυφλός τυφλή τὸ τυφλόν
      γενική τοῦ τυφλοῦ τῆς τυφλῆς τοῦ τυφλοῦ
      δοτική τῷ τυφλ τῇ τυφλ τῷ τυφλ
    αιτιατική τὸν τυφλόν τὴν τυφλήν τὸ τυφλόν
     κλητική ! τυφλέ τυφλή τυφλόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τυφλοί αἱ τυφλαί τὰ τυφλᾰ́
      γενική τῶν τυφλῶν τῶν τυφλῶν τῶν τυφλῶν
      δοτική τοῖς τυφλοῖς ταῖς τυφλαῖς τοῖς τυφλοῖς
    αιτιατική τοὺς τυφλούς τὰς τυφλᾱ́ς τὰ τυφλᾰ́
     κλητική ! τυφλοί τυφλαί τυφλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τυφλώ τὼ τυφλᾱ́ τὼ τυφλώ
      γεν-δοτ τοῖν τυφλοῖν τοῖν τυφλαῖν τοῖν τυφλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυφλός < τυφ- < τύφω (σχηματίζω καπνό, καπνίζω) + -λός

Επίθετο

τυφλός, -ή, -όν, συγκριτικός: τυφλώτερος, υπερθετικός:  τυφλώτατος

  1. τυφλός
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 371
    Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ
      τυφλός στ᾽ αυτιά, στο νου, στα μάτια σου είσαι (Μετάφραση, 1936: Φώτος Πολίτης)
    (3 μεταφράσεις @greek-language.gr ανεύρεση:2018.09.07.)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.