μυστηριώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυστηριώδης | η | μυστηριώδης | το | μυστηριώδες |
| γενική | του | μυστηριώδους | της | μυστηριώδους | του | μυστηριώδους |
| αιτιατική | τον | μυστηριώδη | τη | μυστηριώδη | το | μυστηριώδες |
| κλητική | μυστηριώδη(ς) | μυστηριώδης | μυστηριώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυστηριώδεις | οι | μυστηριώδεις | τα | μυστηριώδη |
| γενική | των | μυστηριωδών | των | μυστηριωδών | των | μυστηριωδών |
| αιτιατική | τους | μυστηριώδεις | τις | μυστηριώδεις | τα | μυστηριώδη |
| κλητική | μυστηριώδεις | μυστηριώδεις | μυστηριώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μυστηριώδης < -ώδης. Το ελληνιστικό μυστηριώδης (όπως στα μυστήρια)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.sti.ɾiˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐στη‐ρι‐ώ‐δης
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μυστηριώδης | τὸ | μυστηριῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μυστηριώδους | τοῦ | μυστηριώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μυστηριώδει | τῷ | μυστηριώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μυστηριώδη | τὸ | μυστηριῶδες | ||
| κλητική ὦ! | μυστηριῶδες | μυστηριῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μυστηριώδεις | τὰ | μυστηριώδη | ||
| γενική | τῶν | μυστηριώδων | τῶν | μυστηριώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μυστηριώδεσῐ(ν) | τοῖς | μυστηριώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μυστηριώδεις | τὰ | μυστηριώδη | ||
| κλητική ὦ! | μυστηριώδεις | μυστηριώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυστηριώδει | τὼ | μυστηριώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυστηριώδοιν | τοῖν | μυστηριώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μυστηριώδης < αρχαία ελληνική μυστήρι)ον) + -ώδης < μύστης < μυέω
Επίθετο
μυστηριώδης, -ης, -ες
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με ιερά μυστήρια ή ιερές τελετές ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ελληνιστική κοινή) που έχει μυστική ή μυστηριακή φύση, όμοιος με μυστήρια
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- μυστηριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.