φωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτίζω < αρχαία ελληνική φωτίζω < φῶς
Ρήμα
φωτίζω , πρτ.: φώτιζα, στ.μέλλ.: θα φωτίσω, αόρ.: φώτισα, παθ.φωνή: φωτίζομαι, μτχ.π.π.: φωτισμένος
- ρίχνω φως σε κάτι ώστε να γίνει ορατό
- φώτισέ μου λίγο εδώ με το φακό
- διαφωτίζω, προσφέρω φώτιση
- αποκαλύπτω, ξεδιαλύνω, καθιστώ κάτι πιο εύληπτο και κατανοητό
- (απρόσωπο) χαράζει (στο 3ο πρόσωπο)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωτίζω | φώτιζα | θα φωτίζω | να φωτίζω | φωτίζοντας | |
| β' ενικ. | φωτίζεις | φώτιζες | θα φωτίζεις | να φωτίζεις | φώτιζε | |
| γ' ενικ. | φωτίζει | φώτιζε | θα φωτίζει | να φωτίζει | ||
| α' πληθ. | φωτίζουμε | φωτίζαμε | θα φωτίζουμε | να φωτίζουμε | ||
| β' πληθ. | φωτίζετε | φωτίζατε | θα φωτίζετε | να φωτίζετε | φωτίζετε | |
| γ' πληθ. | φωτίζουν(ε) | φώτιζαν φωτίζαν(ε) |
θα φωτίζουν(ε) | να φωτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φώτισα | θα φωτίσω | να φωτίσω | φωτίσει | ||
| β' ενικ. | φώτισες | θα φωτίσεις | να φωτίσεις | φώτισε | ||
| γ' ενικ. | φώτισε | θα φωτίσει | να φωτίσει | |||
| α' πληθ. | φωτίσαμε | θα φωτίσουμε | να φωτίσουμε | |||
| β' πληθ. | φωτίσατε | θα φωτίσετε | να φωτίσετε | φωτίστε | ||
| γ' πληθ. | φώτισαν φωτίσαν(ε) |
θα φωτίσουν(ε) | να φωτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φωτίσει | είχα φωτίσει | θα έχω φωτίσει | να έχω φωτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φωτίσει | είχες φωτίσει | θα έχεις φωτίσει | να έχεις φωτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φωτίσει | είχε φωτίσει | θα έχει φωτίσει | να έχει φωτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωτίσει | είχαμε φωτίσει | θα έχουμε φωτίσει | να έχουμε φωτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φωτίσει | είχατε φωτίσει | θα έχετε φωτίσει | να έχετε φωτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωτίσει | είχαν φωτίσει | θα έχουν φωτίσει | να έχουν φωτίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
φωτίζω < φῶς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.