φωτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωτίζω < αρχαία ελληνική φωτίζω < φῶς

Ρήμα

φωτίζω , πρτ.: φώτιζα, στ.μέλλ.: θα φωτίσω, αόρ.: φώτισα, παθ.φωνή: φωτίζομαι, μτχ.π.π.: φωτισμένος

  1. ρίχνω φως σε κάτι ώστε να γίνει ορατό
    φώτισέ μου λίγο εδώ με το φακό
  2. διαφωτίζω, προσφέρω φώτιση
  3. αποκαλύπτω, ξεδιαλύνω, καθιστώ κάτι πιο εύληπτο και κατανοητό
  4. (απρόσωπο) χαράζει (στο 3ο πρόσωπο)

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φωτίζω < φῶς

Ρήμα

φωτίζω

  1. φωτίζω
    • παρέχω ή εκπέμπω φως
    • (μεταφορικά) αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, δημοσιεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.