ασαφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασαφής η ασαφής το ασαφές
      γενική του ασαφούς* της ασαφούς του ασαφούς
    αιτιατική τον ασαφή την ασαφή το ασαφές
     κλητική ασαφή(ς) ασαφής ασαφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασαφείς οι ασαφείς τα ασαφή
      γενική των ασαφών των ασαφών των ασαφών
    αιτιατική τους ασαφείς τις ασαφείς τα ασαφή
     κλητική ασαφείς ασαφείς ασαφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασαφής < α- + σαφής

Επίθετο

ασαφής, -ής, -ές

  • που δεν είναι σαφής, δεν είναι ξεκάθαρος, δημιουργεί αμφιβολία
    η επιτροπή των εξετάσεων επικρίθηκε διότι κάποια από τα ερωτήματα που έθεσε θεωρήθηκαν ασαφή

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.