ολοσκότεινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοσκότεινος | η | ολοσκότεινη | το | ολοσκότεινο |
| γενική | του | ολοσκότεινου | της | ολοσκότεινης | του | ολοσκότεινου |
| αιτιατική | τον | ολοσκότεινο | την | ολοσκότεινη | το | ολοσκότεινο |
| κλητική | ολοσκότεινε | ολοσκότεινη | ολοσκότεινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοσκότεινοι | οι | ολοσκότεινες | τα | ολοσκότεινα |
| γενική | των | ολοσκότεινων | των | ολοσκότεινων | των | ολοσκότεινων |
| αιτιατική | τους | ολοσκότεινους | τις | ολοσκότεινες | τα | ολοσκότεινα |
| κλητική | ολοσκότεινοι | ολοσκότεινες | ολοσκότεινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ολοσκότεινος
- εντελώς σκοτεινός, χωρίς κανένα φως ή χωρίς καμία πιο ανοιχτή απόχρωση
- ολοσκότεινα μάτια, ολοσκότεινο δωμάτιο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατάφωτος
Μεταφράσεις
ολοσκότεινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.