σκοτείνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοτείνιασμα τα σκοτεινιάσματα
      γενική του σκοτεινιάσματος των σκοτεινιασμάτων
    αιτιατική το σκοτείνιασμα τα σκοτεινιάσματα
     κλητική σκοτείνιασμα σκοτεινιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοτείνιασμα < σκοτεινιάζω + -μα < σκοτινιά < σκοτεινός < αρχαία ελληνική σκοτεινός

Προφορά

ΔΦΑ : /skoˈti.ɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκοτείνιασμα

Ουσιαστικό

σκοτείνιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.