σκοτεινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτεινάδα οι σκοτεινάδες
      γενική της σκοτεινάδας
    αιτιατική τη σκοτεινάδα τις σκοτεινάδες
     κλητική σκοτεινάδα σκοτεινάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοτεινάδα < σκοτεινός + -άδα

Ουσιαστικό

σκοτεινάδα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) σκοτεινιά, μουντάδα
      Τα μαύρα της μάτια, τα φωτεινά, είχαν χάσει ολότελα τη λάμψη τους κι είχαν ένα μυστήριο, έναν πέπλο σαν απ' τη βαριά σκοτεινάδα των νεκρικών κυπαρισσών (Γρηγόριος Ξενόπουλος (1908)[1] Η μελλοθάνατη [διήγημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.