γοῦν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γοῦν < γε και οὖν

Σύνδεσμος

γοῦν ( ιωνικός και δωρικός τύπος γῶν )

  1. βεβαίως, οπωσδήποτε (ανάλογα με τα συμφραζόμενα)
  2. παραδείγματος χάριν
  3. τουλάχιστον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.