προστατευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προστατευμένος | η | προστατευμένη | το | προστατευμένο |
| γενική | του | προστατευμένου | της | προστατευμένης | του | προστατευμένου |
| αιτιατική | τον | προστατευμένο | την | προστατευμένη | το | προστατευμένο |
| κλητική | προστατευμένε | προστατευμένη | προστατευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προστατευμένοι | οι | προστατευμένες | τα | προστατευμένα |
| γενική | των | προστατευμένων | των | προστατευμένων | των | προστατευμένων |
| αιτιατική | τους | προστατευμένους | τις | προστατευμένες | τα | προστατευμένα |
| κλητική | προστατευμένοι | προστατευμένες | προστατευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προστατεύω
Μετοχή
προστατευμένος, -η, -ο
- που έχει προστασία
- Το σπίτι είναι καλά προστατευμένο: έχουμε κάγκελα, συναγερμό, σκύλο
- Εζησε πάντα προστατευμένη', γιατί πρώτα την είχαν σε γυάλα οι γονείς της και μετά ανέλαβε ο άντρας της
- προστατευμένο σπορείο/προστατευμένος' υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη προστατεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.