ολοσκότεινα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολοσκότεινα < ολοσκότεινος + -α
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινα
Μεταφράσεις
ολοσκότεινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ολοσκότεινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ολοσκότεινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.