ζοφερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζοφερός | η | ζοφερή | το | ζοφερό |
| γενική | του | ζοφερού | της | ζοφερής | του | ζοφερού |
| αιτιατική | τον | ζοφερό | τη | ζοφερή | το | ζοφερό |
| κλητική | ζοφερέ | ζοφερή | ζοφερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζοφεροί | οι | ζοφερές | τα | ζοφερά |
| γενική | των | ζοφερών | των | ζοφερών | των | ζοφερών |
| αιτιατική | τους | ζοφερούς | τις | ζοφερές | τα | ζοφερά |
| κλητική | ζοφεροί | ζοφερές | ζοφερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζοφερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζοφερός < ζόφ{ος) + -ερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.feˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζο‐φε‐ρός
Επίθετο
ζοφερός, -ή, -ό
- που δεν έχει καθόλου φως, που είναι τόσο σκοτεινός ώστε να προκαλεί φόβο
- (μεταφορικά) που προκαλεί ανασφάλεια, απαισιοδοξία, φόβο
- ≈ συνώνυμα: δυσοίωνος
- ≠ αντώνυμα: αισιόδοξος, ελπιδοφόρος
- ζοφερό μέλλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζοφερός | ἡ | ζοφερᾱ́ | τὸ | ζοφερόν |
| γενική | τοῦ | ζοφεροῦ | τῆς | ζοφερᾶς | τοῦ | ζοφεροῦ |
| δοτική | τῷ | ζοφερῷ | τῇ | ζοφερᾷ | τῷ | ζοφερῷ |
| αιτιατική | τὸν | ζοφερόν | τὴν | ζοφερᾱ́ν | τὸ | ζοφερόν |
| κλητική ὦ! | ζοφερέ | ζοφερᾱ́ | ζοφερόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ζοφεροί | αἱ | ζοφεραί | τὰ | ζοφερᾰ́ |
| γενική | τῶν | ζοφερῶν | τῶν | ζοφερῶν | τῶν | ζοφερῶν |
| δοτική | τοῖς | ζοφεροῖς | ταῖς | ζοφεραῖς | τοῖς | ζοφεροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ζοφερούς | τὰς | ζοφερᾱ́ς | τὰ | ζοφερᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ζοφεροί | ζοφεραί | ζοφερᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζοφερώ | τὼ | ζοφερᾱ́ | τὼ | ζοφερώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ζοφεροῖν | τοῖν | ζοφεραῖν | τοῖν | ζοφεροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ζόφεος
Παράγωγα
- ζοφερότης
Πηγές
- ζοφερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζοφερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.