σαφήνεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαφήνεια οι σαφήνειες
      γενική της σαφήνειας των σαφηνειών
    αιτιατική τη σαφήνεια τις σαφήνειες
     κλητική σαφήνεια σαφήνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαφήνεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαφήνεια < σαφηνής < σαφής

Προφορά

ΔΦΑ : /saˈfi.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαφήνεια

Ουσιαστικό

σαφήνεια θηλυκό

  • η ιδιότητα ενός νοήματος να είναι καθαρό και κατανοητό

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σαφής

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαφήνει αἱ σαφήνειαι
      γενική τῆς σαφηνείᾱς τῶν σαφηνειῶν
      δοτική τῇ σαφηνεί ταῖς σαφηνείαις
    αιτιατική τὴν σαφήνειᾰν τὰς σαφηνείᾱς
     κλητική ! σαφήνει σαφήνειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαφηνεί
γεν-δοτ τοῖν  σαφηνείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαφήνεια < σαφην(ής) + -εια < σαφής < επίρρημα σάφα [1]

Ουσιαστικό

σαφήνεια θηλυκό

Συγγενικά

  • σαφηνέω
  • σαφηνέως
  • σαφηνία

 και δείτε τις λέξεις σαφηνής, σαφής και σάφα

Πηγές

  1. σαφής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.