θεοσκότεινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοσκότεινος η θεοσκότεινη το θεοσκότεινο
      γενική του θεοσκότεινου της θεοσκότεινης του θεοσκότεινου
    αιτιατική τον θεοσκότεινο τη θεοσκότεινη το θεοσκότεινο
     κλητική θεοσκότεινε θεοσκότεινη θεοσκότεινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοσκότεινοι οι θεοσκότεινες τα θεοσκότεινα
      γενική των θεοσκότεινων των θεοσκότεινων των θεοσκότεινων
    αιτιατική τους θεοσκότεινους τις θεοσκότεινες τα θεοσκότεινα
     κλητική θεοσκότεινοι θεοσκότεινες θεοσκότεινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοσκότεινος < θεο- + σκοτεινός < σκότος

Επίθετο

θεοσκότεινος -η -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.