αλφάβητο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλφάβητο τα αλφάβητα
      γενική του αλφάβητου
& αλφαβήτου
των αλφάβητων
& αλφαβήτων
    αιτιατική το αλφάβητο τα αλφάβητα
     κλητική αλφάβητο αλφάβητα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το ελληνικό αλφάβητο

Ετυμολογία

αλφάβητο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλφάβητον < ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερα βάσει της αιτιατικής[1] < αρχαία ελληνική ἄλφα + βῆτα

Προφορά

ΔΦΑ : /alˈfa.vi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλφάβητο

Ουσιαστικό

αλφάβητο ουδέτερο

  1. η διάταξη των γραμμάτων σε παραδοσιακή σειρά (ανάλογα με το σύστημα γραφής)
    Το ελληνικό αλφάβητο αποτελείται απο 24 γράμματα: Α α,Β β,Γ γ,Δ δ,Ε ε,Ζ ζ,Η η,Θ θ,Ι ι,Κ κ,Λ λ,Μ μ,Ν ν,Ξ ξ,Ο ο,Π π,Ρ ρ,Σ σ (ς),Τ τ,Υ υ,Φ φ,Χ χ,Ψ ψ,Ω ω.
     συνώνυμα: η αλφαβήτα (οικείο)
  2. (γραφές, αλφάβητα) σύνολο γραμμάτων ή συμβόλων που παριστάνουν φθόγγους, ήχους
    Δεν έχουν όλα τα συστήματα γραφής αλφάβητο.
  3. (μεταφορικά) τα βασικά και απαραίτητα σημεία μιας τέχνης ή ενός πεδίου μελέτης
    Το αλφάβητο της φιλοσοφίας ξεκινά με τον όρο «ον».
    Η μουσική σημειογραφία έχει το δικό της, μουσικό αλφάβητο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.