παρωχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρωχημένος | η | παρωχημένη | το | παρωχημένο |
| γενική | του | παρωχημένου | της | παρωχημένης | του | παρωχημένου |
| αιτιατική | τον | παρωχημένο | την | παρωχημένη | το | παρωχημένο |
| κλητική | παρωχημένε | παρωχημένη | παρωχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρωχημένοι | οι | παρωχημένες | τα | παρωχημένα |
| γενική | των | παρωχημένων | των | παρωχημένων | των | παρωχημένων |
| αιτιατική | τους | παρωχημένους | τις | παρωχημένες | τα | παρωχημένα |
| κλητική | παρωχημένοι | παρωχημένες | παρωχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρωχημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρῳχημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παροίχομαι. Για τη σημασία στη γραμματική, (ελληνιστική κοινή)
Μετοχή
παρωχημένος, -η, -ο
- ο αναγόμενος στο παρελθόν, στα περασμένα
- που δε χρησιμοποιείται πια ή δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα
- ↪ παρωχημένη έκφραση, συσκευή παρωχημένης τεχνολογίας
- ≈ συνώνυμα: ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
- ((γραμματική), για ρηματικούς χρόνους) συντελεσμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.