τεθνεώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τεθνεώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεθνεώς, -ῶσα, -ώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (τέθνηκα) του ρήματος θνῄσκω
Μετοχή
τεθνεώς, τεθνεώσα, τεθνεός (μετοχή ενεργητικού παρακειμένου) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο τεθνεώς)
- (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) ο νεκρός
- ↪ Έβαλα αγγελία στην εφημερίδα: «οι συγγενείς του τεθνεώτος, επιθυμούν, αντί στεφάνου […]
- χρήση στην καθαρεύουσα:
- ※ Αλλ’ όταν ζει τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον / δεν έχει, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον, / τότε θρηνείτε. (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Στιγμαί Μελαγχολίας)
- ※ Εξωμολόγησεν εις τον Δεσπότην τους φόβους του, εξεμυστηρεύθη τους ενδοιασμούς του, απεκάλυψε την αδυναμιαν του, αλλ' ο γέρων τον ενουθέτησε, τον επέπληξε, τον ενεθάρρυνε, τον εβεβαίωσεν ότι θα συνηθίση και αυτός καθώς τόσοι άλλοι εις την φρίκην του θανάτου, ανύψωσε το φρόνημά του υποδεικνύων το μεγαλείον της αποστολής του ιερέως παρά την κοίτην του αποθνήσκοντος και τον λάκκον του τεθνεώτος. (Δημήτριος Βικέλας, Ο παπα-Νάρκισσος)
Συνώνυμα
- αποθανών
- εκλιπών
- κεκοιμημένος
- μεταστάς
- → δείτε τη λέξη νεκρός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θνήσκω
Εκφράσεις
- ο τεθνεώς δεδικαίωται
- ≈ συνώνυμα: ο νεκρός δεδικαίωται
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τεθνεώς | ἡ | τεθνεῶσᾰ | τὸ | τεθνεώς (τεθνεός) |
| γενική | τοῦ | τεθνεῶτος | τῆς | τεθνεώσης | τοῦ | τεθνεῶτος |
| δοτική | τῷ | τεθνεῶτῐ | τῇ | τεθνεώσῃ | τῷ | τεθνεῶτῐ |
| αιτιατική | τὸν | τεθνεῶτᾰ | τὴν | τεθνεῶσᾰν | τὸ | τεθνεώς (τεθνεός) |
| κλητική ὦ! | τεθνεώς | τεθνεῶσᾰ | τεθνεώς (τεθνεός) | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τεθνεῶτες | αἱ | τεθνεῶσαι | τὰ | τεθνεῶτᾰ |
| γενική | τῶν | τεθνεώτων | τῶν | τεθνεωσῶν | τῶν | τεθνεώτων |
| δοτική | τοῖς | τεθνεῶσῐ(ν) | ταῖς | τεθνεώσαις | τοῖς | τεθνεῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | τεθνεῶτᾰς | τὰς | τεθνεώσᾱς | τὰ | τεθνεῶτᾰ |
| κλητική ὦ! | τεθνεῶτες | τεθνεῶσαι | τεθνεῶτᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεθνεῶτε | τὼ | τεθνεώσᾱ | τὼ | τεθνεῶτε |
| γεν-δοτ | τοῖν | τεθνεώτοιν | τοῖν | τεθνεώσαιν | τοῖν | τεθνεώτοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεώς/τεθνεός
- άλλη μορφή του τεθνηκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (τέθνηκα) του ρήματος θνῄσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.