νεκρομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεκρομαντεία | οι | νεκρομαντείες |
| γενική | της | νεκρομαντείας | των | νεκρομαντειών |
| αιτιατική | τη | νεκρομαντεία | τις | νεκρομαντείες |
| κλητική | νεκρομαντεία | νεκρομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεκρομαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεκρομαντεία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νεκρο- (νεκρ(ός) + -ο-) + -μαντεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.kɾo.manˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐μα‐ντεί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : νε‐κρο‐μαν‐τεί‐α
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νεκρομαντεία
Αναφορές
- νεκρομαντεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.