νεκρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκρομαντεία οι νεκρομαντείες
      γενική της νεκρομαντείας των νεκρομαντειών
    αιτιατική τη νεκρομαντεία τις νεκρομαντείες
     κλητική νεκρομαντεία νεκρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκρομαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεκρομαντεία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νεκρο- (νεκρ(ός) + -ο-) + -μαντεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.kɾo.manˈdi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεκρομαντεία
παλιότερος συλλαβισμός: νεκρομαντεία

Ουσιαστικό

νεκρομαντεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.