νεκρά

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νεκρά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νεκρός
  2. (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νεκρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.